οξεόφιλος

οξεόφιλος
-η, -ο
1. ιατρ. (για κυτταρικά στοιχεία) αυτός που χρωματίζεται προσλαμβάνοντας όξινες χρωστικές
2. βιολ. (για μικροοργανισμούς) αυτός που αναπτύσσεται σε όξινο θρεπτικό υλικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”